- δημοπρατώ
- δημοπρατώ, δημοπράτησα βλ. πίν. 73
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
δημοπρατώ — ( έω) 1. πουλάω κάτι σε δημοπρασία 2. αναθέτω την εκτέλεση έργου με δημοπρασία, με μειοδοτικό διαγωνισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δημοπράτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό] … Dictionary of Greek
δημοπρατώ — δημοπράτησα, δημοπρατήθηκα, δημοπρατημένος, πουλώ κάτι σε δημόσια πλειοδοτική πώληση, βγάζω κάτι στο σφυρί: Το δημόσιο συνήθως δημοπρατεί τα κτίρια που έχει κατασχέσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)